- εμπύλιος
- ἐμπύλιος, -α, -ον (Α)1. επίθ. τής Εκάτης Αρτέμιδος2. αυτός που στέκεται στην πύλη ή κοντά, δίπλα στην πύλη3. (στη Θήβα) επίθ. τού Ποσειδώνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπυλίην — ἐμπύλιος at the gate fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)